Το εφετείο ερευνά μόνο τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης που προσβλήθηκαν με έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Εφετειακή κρίση επί μη προβληθέντος λόγου (ή πρόσθετου λόγου) έφεσης ή/και παράλειψη κρίσης επί προβληθέντος λόγου συνιστούν παραβίαση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (522 ΚΠολΔ) και καθιστούν την εφετειακή απόφαση αναιρετέα (559 αρ. 9 ΚΠολΔ).
Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε τον πυρήνα της ΑΠ 993/2025 που δικαίωσε ασθενή – εντολέα μας έναντι ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία κατήγγειλε ασφαλιστήριο συμβόλαιο υγείας με τον εντολέα μας και αρνήθηκε να του καταβάλει το ασφάλισμα προς κάλυψη της δαπάνης πολυήμερης νοσηλείας του σε ιδιωτικό νοσοκομείο. Η εταιρεία για να στοιχειοθετήσει την καταγγελία είχε επικαλεστεί δόλια απόκρυψη από τον ασθενή σοβαρού προβλήματος υγείας για το οποίο όφειλε να την ενημερώσει πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Ο ασθενής, αρνούμενος την καταγγελία, ζήτησε με αγωγή, μεταξύ άλλων, την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, ως εκπρόθεσμης και προσχηματικής και την καταδίκη της ασφαλιστικής εταιρείας να καταβάλει το ασφάλισμα. Το πρωτοδικείο δέχθηκε το πρώτο αγωγικό αίτημα (ακυρότητα καταγγελίας) και απέρριψε το δεύτερο (καταβολή ασφαλίσματος) ως απαράδεκτο. Την πρωτόδικη απόφαση ως προς το πρώτο κεφάλαιο η ασφαλιστική εταιρεία προσέβαλε με έφεση, ενώ ο ασθενής δεν προσέβαλε το δεύτερο κεφάλαιο με αντίθετη έφεση ή αντέφεση. Το εφετείο αφ’ ενός παρέλειψε εντελώς να κρίνει το κύρος της καταγγελίας για το οποίο είχε παραπονεθεί η ασφαλιστική εταιρεία και αφ’ ετέρου απήλλαξε την ασφαλιστική εταιρεία από την καταβολή ασφαλίσματος.
Το διττό αυτό σφάλμα του εφετείου προβάλαμε με τον πρώτο λόγο αναίρεσης του άρθ. 559 αρ. 9 ΚΠολΔ για επιδίκαση μη αιτηθέντος (απαλλαγή της ασφαλιστικής εταιρείας από το ασφάλισμα ως κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης που δεν είχε ανέβει στο εφετείο) και για την παράλειψη κρίσης επί αιτηθέντος (ακυρότητα της καταγγελίας ως κεφάλαιο της πρωτόδικης που είχε προσβάλει η ασφαλιστική εταιρεία με την έφεση και έμεινε αδίκαστο). Η ΑΠ 993/2025 κάνοντας δεκτό τον ως άνω λόγο αναίρεσης, αναίρεσε την εφετειακή απόφαση στο σύνολό της, παραλείποντας μάλιστα να εξετάσει τους λοιπούς λόγους αναίρεσης, επειδή η αναιρετική εμβέλεια του συγκεκριμένου πρώτου λόγου οδήγησε σε παραδοχή της αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της. Στη συνέχεια, παρέπεμψε την διαφορά για εκ νέου εκδίκαση στο εφετείο ώστε στη μετ’ αναίρεση δίκη να περιοριστεί στο μόνο μεταβιβασθέν κεφάλαιο του κύρους της καταγγελίας.